- ἔρυγμα
- ἔρῠγ-μα, ατος, τό,A = ἐρυγή 1, Hp.Morb.2.66.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έρυγμα — ἔρυγμα, τὸ (Α) [ερεύγομαι (I)] βλ. ερευγμός … Dictionary of Greek
ἐρυγμάτων — ἔρυγμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρύγμασι — ἔρυγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρύγματα — ἔρυγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρευγμα — ἔρευγμα και ἔρυγμα, τὸ (Α) [ερεύγομαι (I)] 1. ερευγμός*, ρέψιμο, ιδίως για φαγητό που επιφέρει εμετό 2. στον πληθ. τὰ ἐρεύγματα τα πολυτελή εδέσματα (Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
ερυγματώδης — ἐρυγματώδης, ες (Α) [έρυγμα] αυτός που προξενεί ερευγμό*. εμετό … Dictionary of Greek